Ως λαϊκό τραγούδι (λαϊκή/παραδοσιακό τραγούδι) λέγεται εκείνο που είναι εναρμονισμένο στο ύφος της ελληνικής αστικής λαϊκής μουσικής, ιδιαίτερα της ελληνικής λαϊκής μουσικής, τόσο προπολεμικά όσο και μετά το τέλος της δεκαετίας του 1950, όταν μια νέα γενιά μουσικών αναπτύχθηκε από το ρεμπέτικο τραγούδι, Ρεμπέτικη μουσική, στη λαϊκή μουσική της εποχής σ΄ ένα χαρακτηριστικό νέο ύφος, το λεγόμενο σύγχρονο λαϊκό τραγούδι.
Παρόλο ότι το λαϊκό τραγούδι εξελίχθηκε από το ρεμπέτικα, και ενισχύθηκε με καινοτομίες όπως χρήση των ενισχυτών ή κι άλλων οργάνων, (τύμπανο και τεσσάρων οργάνων σε συγχορδία μπουζούκι, ηλεκτρική κιθάρα και, αργότερα αρμόνιο, η οργανική φτώχια παραμένει ως ένα σημαντικό θέμα, παρότι η αγάπη στις σχέσεις που μνημονεύτηκαν διατηρούν εξέχουσα θέση.
Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960, μια σειρά από διαφορετικά σχολεία προέκυψαν. Ένα μουσικό ρεύμα 'ινδοπρεπές ("ινδικό σωστότερα", ινδικής καταγωγής ή επιρροής) επηρέασε σημαντικά το λαϊκό τραγούδι, με έντονη ανατολίτικη μουσική, των οποίων κύριοι εκτελεστές ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, ο Πέτρος Αναγνωστάκης, ο Σπύρος Ζαγοραίος, η Βούλα Πάλλα κ.ά. που κάλυπταν ινδικό μεταγλωττισμένο ρεπερτόριο. Βέβαια σ΄ αυτό συνέτειναν τότε κατά πολύ και οι κινηματογραφικές αίθουσες με τακτικές προβολές ινδικών κυρίως ταινιών.